ἀπροσδιορίστου

ἀπροσδιορίστου
ἀπροσδιόριστος
undefined
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απροσδιοριστία — η 1. η ιδιότητα του απροσδιόριστου 2. η φιλοσοφική άποψη πως ένα τουλάχιστον μέρος του κόσμου δεν είναι αιτιωδώς προσδιορισμένο και λειτουργεί μέσα από ελεύθερες πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < απροσδιόριστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1801 στον Δανιήλ… …   Dictionary of Greek

  • Μαλέας, Κωνσταντίνος — (Κωνσταντινούπολη 1879 – Αθήνα 1928). Ζωγράφος και αρχιτέκτονας, ένας από τους πρωτοπόρους της ζωγραφικής της υπαίθρου στην Ελλάδα. Σπούδασε αρχιτεκτονική στην Αθήνα και ζωγραφική στο Παρίσι, με καθηγητή τον Ανρί Μαρτέν. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”